- αγιάζι
- το1. πρωινή ή απογευματινή ατμοσφαιρική υγρασία, πάχνη2. το διαπεραστικό κρύο, κυρίως κατά τη νύχτα και τα ξημερώματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ayaz].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγιάζι — το (λ. τουρκ.), νυχτερινό ή πρωινό κρύο, διαπεραστική υγρασία: Τα περισσότερα λουλούδια τα καψε τ αγιάζι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιατσάδα — η και γιάτσο, το και γιάτσος, ο 1. το παγωτό 2. το αγιάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ghiaccio < λατ. glacies «πάγος»] … Dictionary of Greek